- μεγαλόσχημος
- η , ο [ος , ον ] ирон.1) важничающий, напускающий на себя важность; 2) ирон. незаслуженно занимающий высокий пост; являющийся выскочкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλόσχημος — magnificent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μεγαλόσχημος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλο σχήμα: Μεγαλόσχημα τούβλα. 2. (εκκλησ.), ο μοναχός που βρίσκεται στην ανώτατη μοναχική βαθμίδα. 3. μτφ., αυτός που κατέχει υψηλό αξίωμα: Κανένας μεγαλόσχημος δε βοήθησε το χωριό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλόσχημον — μεγαλόσχημος magnificent masc/fem acc sg μεγαλόσχημος magnificent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσχήμους — μεγαλόσχημος magnificent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσχήμων — μεγαλόσχημος magnificent masc/fem/neut gen pl μεγαλοσχήμων magnificent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Degrees of Eastern Orthodox monasticism — Part of a series on Eastern Christianity … Wikipedia
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοσχήμων — ον (Α μεγαλοσχήμων, ον) (για μοναχό) μεγαλόσχημος* αρχ. μεγαλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων] … Dictionary of Greek
μεγαλοσχημοσύνη — μεγαλοσχημοσύνη, ἡ (Μ) [μεγαλόσχημος] το να φορά κάποιος την κουκούλα, το μέγα σχήμα, γνώρισμα τής ανώτατης τάξης τών μοναχών … Dictionary of Greek